- εκλαμπρότητα
- η1. λαμπρότητα, εξοχότητα.2. φρ., «η εκλαμπρότητά σας» (τιμητική προσφώνηση επίσημων προσώπων).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκλαμπρότητα — η (Μ ἐκλαμπρότης) 1. η ιδιότητα τού έκλαμπρου 2. τιμητική προσφώνηση («η Εκλαμπρότης Σας», «η Υμετέρα Εκλαμπρότης») … Dictionary of Greek
λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek